καταχερίζω

καταχερίζω
(Μ καταχερίζω)
βλ. καταχειρίζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καταχερίζω — καταχερίζω, καταχέρισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • καταχέρισμα — το [καταχερίζω] η πράξη τού καταχερίζω, χτύπημα με το χέρι, ράπισμα, χαστούκι …   Dictionary of Greek

  • καταχειρίζω — και καταχερίζω (AM καταχειρίζω, Μ και καταχερίζω) νεοελλ. χτυπώ, δέρνω κάποιον μσν. επιχειρώ, αρχίζω αρχ. μέσ. καταχειρίζομαι α) εξαφανίζω, φθείρω β) μεταχειρίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + χειρίζω «μεταχειρίζομαι»] …   Dictionary of Greek

  • καταχερνώ — καταχερνῶ (Μ) αρχίζω («εἰς τὴν γυναῑκα μὲ καμὸ καταχερνᾱ νὰ λέγει», Διγ. Ακρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καταχερίζω, με επίδραση τού ἀρχινῶ, κατά το σχήμα αρχίζω: αρχινώ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”